- ορέ
- βλ. ωρέ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
SABATA — Liguriae urbs, quae et Vada Sabatorum, et Vada Sabatia. Ptol. Τῆς δὲ Λιγουρίας ὑποκειμένης τοῖς Α᾿πεννίνοις ὄρε???ιν, εἰςὶ μεςόγειοι πόλεις, Σάβατα, Πολεντία, Α῎ςτα, Α῎λβα Πομπηΐα, Λιβάρνα. Imperite oppidum maritimum in mediterraneis posuit. Iul … Hofmann J. Lexicon universale
ορέαμνος — ο ζωολ. είδος αγριόγιδου τών Βραχωδών Ορέων τής Βόρειας Αμερικής, που ανήκει στην κατηγορία τών αιγοειδών τής οικογένειας τών βοοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oreamnos < ορε (< όρος «βουνό»)+ αμνός] … Dictionary of Greek
ωρέ — και ορέ Ν (ως επιφών. και ως κλητ. μόριο) βλ. βρε … Dictionary of Greek
ξυνάορ' — συνάορα , συνάορος neut nom/voc/acc pl συνάορε , συνάορος masc/fem voc sg συνά̱ορα , συνήορος linked with neut nom/voc/acc pl (attic doric) συνά̱ορε , συνήορος linked with masc/fem voc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
er-3 : or- : r- — er 3 : or : r English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung … Proto-Indo-European etymological dictionary